λοῦντα

λοῦντα
λόω
lǎvo
pres part act neut nom/voc/acc pl
λόω
lǎvo
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λουντά — (Luda). Πόλη (1.715.700 κάτ. το 2003) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στη μαντζουριανή επαρχία Λιαονίνγκ (42.380.000 κάτ. το 2000). Αποτελείται από δύο πόλεις: την Νταλιάν (Dalian), πρώην Νταϊρέν, μεγάλο βιομηχανικό κέντρο με εγκαταστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Λούντα — (Lunda). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και λαός της κεντρικής Αφρικής. Η περιοχή των Λ. εκτεινόταν μεταξύ των ποταμών Λουλούα και Κασάι. Απαρτίστηκε από πολυάριθμες φυλές που μιλούσαν την ίδια γλώσσα (τσιλούντα), οι οποίες συνενώθηκαν από μια… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

  • καθομιλοῦντα — καθομιλέω conciliate by daily intercourse pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καθομιλέω conciliate by daily intercourse pres part act masc acc sg (attic epic doric) καθομῑλοῦντα , καθομιλέω conciliate by daily intercourse pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλοῦντα — πῑλοῦντα , πιλέω compress wool pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑλοῦντα , πιλέω compress wool pres part act masc acc sg (attic epic doric) πιλόω contract pres part act neut nom/voc/acc pl πιλόω contract pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσομιλοῦντα — προσομιλέω hold intercourse with pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσομιλέω hold intercourse with pres part act masc acc sg (attic epic doric) προσομῑλοῦντα , προσομιλέω hold intercourse with pres part act neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλοῦντα — σῡλοῦντα , συλάω strip off pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) σῡλοῦντα , συλάω strip off pres part act masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνομιλοῦντα — συνομιλέω converse with pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συνομιλέω converse with pres part act masc acc sg (attic epic doric) συνομῑλοῦντα , συνομιλέω converse with pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοῦντα — ψῑλοῦντα , ψιλόω strip bare pres part act neut nom/voc/acc pl ψῑλοῦντα , ψιλόω strip bare pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”